παρασκευάσῃ

παρασκευάσῃ
παρασκευάσηι , παρασκεύασις
fem dat sg (epic)
παρασκευάζω
aor subj mid 2nd sg
παρασκευάζω
aor subj act 3rd sg
παρασκευάζω
fut ind mid 2nd sg
παρασκευάζω
aor subj mid 2nd sg
παρασκευάζω
aor subj act 3rd sg
παρασκευάζω
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρασκευάσηι — παρασκεύασις fem dat sg (epic) παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor subj mid 2nd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor subj act 3rd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω fut ind mid 2nd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor subj mid 2nd sg παρασκευάσῃ , παρασκευάζω aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”